εξευμένιση

εξευμένιση
η
ο εξευμενισμός (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξευμένιση — η (AM ἐξευμένισις) [εξευμενίζω] καταπράυνση οργισμένου ή εχθρικού …   Dictionary of Greek

  • ίλασμα — ἵλασμα, άσματος, τὸ (Α) [ιλάσκομαι] εξιλέωση, εξευμένιση …   Dictionary of Greek

  • εξευμενισμός — ο (AM ἐξευμενισμός) [εξευμενίζω] εξευμένιση …   Dictionary of Greek

  • εξευμενιστικός — ή, ό [εξευμενιστής] ο κατάλληλος για εξευμένιση …   Dictionary of Greek

  • εξιλασμός — ο (AM ἐξιλασμός) [εξιλάσκομαι] εξιλέωση, εξευμενισμός μσν. νεοελλ. θρησκευτικὴ τελετὴ για εξευμένιση τού θεού …   Dictionary of Greek

  • εξιλέωση — η 1. εξευμένιση, καταπράυνση. 2. η κάθαρση της ψυχής από τα αμαρτήματα με την αυτοτιμωρία, εξαγνισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”